Η Genzyme, εταιρεία του Ομίλου Sanofi, ανακοίνωσε τα νέα στοιχεία μαγνητικής τομογραφίας (MRI) από το πρόγραμμα κλινικής ανάπτυξης της αλεμτουζουμάμπης στην 67η Ετήσια Συνέλευση της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας (ΑΑΝ).
Στους ασθενείς με υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση (RRMS) οι οποίοι έλαβαν θεραπεία με αλεμτουζουμάμπη κατά τη διάρκεια των πιλοτικών μελετών Φάσης ΙΙΙ, οι επιδράσεις που παρατηρήθηκαν στην μαγνητική τομογραφία στις διετείς μελέτες διατηρήθηκαν για δύο επιπλέον χρόνια στη μελέτη επέκτασης (τα έτη τρία και τέσσερα). Μετά τις πρώτες δύο συνεδρίες της θεραπείας στις πιλοτικές μελέτες, οι οποίες δόθηκαν το μήνα μηδέν και το 12ο μήνα, περίπου το 70% των ασθενών που έλαβαν αλεμτουζουμάμπη δεν έλαβαν πρόσθετη θεραπεία κατά τα επόμενα τρία χρόνια, μέχρι και τον 48ο μήνα.
Οι μελέτες Φάσης ΙΙΙ της αλεμτουζουμάμπης ήταν τυχαιοποιημένες, διετείς πιλοτικές μελέτες που συνέκριναν τη θεραπεία με αλεμτουζουμάμπη έναντι της υψηλής δόσης υποδόριας ιντερφερόνη βήτα-1α, σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση που είχαν ενεργή νόσο και οι οποίοι είτε ξεκινούσαν τη θεραπεία (CARE-MS I) είτε είχαν ανεπαρκή ανταπόκριση σε άλλη θεραπεία (CARE-MS II).
Κατά το τέταρτο έτος, το προφίλ των ανεπιθύμητων ενεργειών της αλεμτουζουμάμπης ήταν σύμφωνο με αυτό που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια των πιλοτικών μελετών. Τα νέα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στην Ετήσια Συνέλευση της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας (ΑΑΝ) περιλαμβάνουν:
• Το ποσοστό της ατροφίας του εγκεφάλου, όπως μετράται με το κλάσμα του παρεγχύματος του εγκεφάλου (BPF), μειώθηκε σταδιακά σε διάστημα τεσσάρων ετών, στους ασθενείς που έλαβαν αλεμτουζουμάμπη στη μελέτη CARE-MS I. Μεταξύ των ασθενών που έλαβαν αλεμτουζουμάμπη στη μελέτη CARE-MS II, το ποσοστό της εγκεφαλικής ατροφίας μειώθηκε σταδιακά σε διάστημα τριών ετών και παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα κατά το τέταρτο έτος. Και στις δύο μελέτες, η μέση ετήσια απώλεια όγκου του εγκεφάλου ήταν μικρότερη του -0.20% στα έτη τρία και τέσσερα, η οποία ήταν χαμηλότερη από ό,τι παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια των διετών πιλοτικών μελετών.
• Στη μελέτη CARE-MS I και II, η θεραπεία με αλεμτουζουμάμπη μείωσε σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης νέων βλαβών συγκριτικά με την ιντερφερόνη βήτα-1α. Στην μελέτη επέκτασης, οι περισσότεροι από τους ασθενείς που έλαβαν αλεμτουζουμάμπη από τις μελέτες CARE-MS I και II δεν παρουσίασαν νέες βλάβες και δραστηριότητα στη Μαγνητική Τομογραφία κατά τα έτη τρία και τέσσερα (περίπου 70%).
Η ατροφία του εγκεφάλου αποτελεί μία από τις πιο καταστροφικές παθολογικές καταστάσεις που επισυμβαίνουν στην Πολλαπλή Σκλήρυνση . Παρατηρείται από τα πρώτα στάδια της νόσου και μπορεί να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμη νευρολογική και γνωστική δυσλειτουργία. Δεδομένης της σύνδεσής της με την αναπηρία, ο έλεγχος ή η πρόληψη της ατροφίας του εγκεφάλου αποτελεί ένα σημαντικό στόχο της θεραπευτικής αντιμετώπισης της Πολλαπλής Σκλήρυνσης. Επιπλέον, οι μετρήσεις της Μαγνητικής Τομογραφίας που περιλαμβάνουν την ενεργότητα της βλάβης θεωρούνται χρήσιμα εργαλεία για την αξιολόγηση της επίδρασης των θεραπειών της Πολλαπλής Σκλήρυνσης, και η ενεργότητα της βλάβης είναι μεταξύ των πολλών προγνωστικών παραγόντων για δυσμενείς κλινικές εκβάσεις.
«Είναι πολύ ελπιδοφόρο ότι οι περισσότεροι ασθενείς που έλαβαν αλεμτουζουμάμπη παρουσίασαν επιβράδυνση της εγκεφαλικής ατροφίας και παρέμειναν χωρίς νέες βλάβες παρά τη λήψη της τελευταίας συνεδρίας της θεραπείας τους, τρία χρόνια πριν», είπε ο Dr Alasdair Coles, Καθηγητής στο Τμήμα Κλινικών Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου του Cambridge. «Αυτά τα νέα δεδομένα της Μαγνητικής Τομογραφίας είναι συνεπή με τα κλινικά δεδομένα από τη μελέτη επέκτασης και παρέχουν πρόσθετα στοιχεία για την παρατεταμένη αποτελεσματικότητα της αλεμτουζουμάμπης στις υποτροπές και την αναπηρία.»
Τα αποτελέσματα ασφαλείας από το δεύτερο έτος της μελέτης επέκτασης που έχουν ανακοινωθεί στο παρελθόν. Δεν αναγνωρίστηκαν νέοι κίνδυνοι. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες της αλεμτουζουμάμπης είναι: εξάνθημα, πονοκέφαλος, πυρετός, ρινοφαρυγγίτιδα, ναυτία, λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, κόπωση, αϋπνία, λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, ιός του έρπητα, κνίδωση, κνησμός, διαταραχές του θυρεοειδούς αδένα, μυκητιασική λοίμωξη, αρθραλγία, πόνος στα άκρα, οσφυαλγία, διάρροια, παραρρινοκολπίτιδα, στοματοφαρυγγικός πόνος, παραισθησία, ζάλη, κοιλιακός πόνος, ερυθρότητα και έμετος. Άλλες σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με αλεμτουζουμάμπη περιλαμβάνουν την αυτοάνοση νόσο του θυρεοειδούς, την αυτοάνοση κυτταροπενία, τις λοιμώξεις και την πνευμονίτιδα. Ένα πρόγραμμα διαχείρισης του κινδύνου που ενσωματώνει την εκπαίδευση και την παρακολούθηση συμβάλλει στην υποστήριξη της έγκαιρης διάγνωσης και τη διαχείριση αυτών των προσδιορισμένων κινδύνων.
«Τα δεδομένα της Μαγνητικής τομογραφίας στα τέσσερα έτη υποστηρίζουν την παρατεταμένη αποτελεσματικότητα της αλεμτουζουμάμπης», δήλωσε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Genzyme, David Meeker, M.D. «Αυτά τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, καθώς παρέχουν περαιτέρω απόδειξη των δυνατοτήτων της αλεμτουζουμάμπης στην αλλαγή της θεραπευτικής προσέγγισης για τα άτομα που ζουν με υποτροπιάζουσες μορφές της πολλαπλής σκλήρυνσης.»
Πάνω από το 90% των ασθενών που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με αλεμτουζουμάμπη στις μελέτες CARE-MS Φάσης ΙΙΙ εντάχθηκαν στη μελέτη επέκτασης. Οι ασθενείς ήταν κατάλληλοι να λάβουν επιπλέον θεραπεία με αλεμτουζουμάμπη στη μελέτη επέκτασης ή παρουσίαζαν τουλάχιστον μια υποτροπή ή τουλάχιστον δυο νέες ή αυξανόμενες βλάβες εγκεφάλου ή νωτιαίου μυελού. Μαγνητικές τομογραφίες λήφθηκαν κατά την έναρξη της CARE-MS, και στον 12ο, 24ο, 36ο και 48ο μήνα.
Στη μελέτη CARE-MS I, η αλεμτουζουμάμπη ήταν σημαντικά πιο αποτελεσματική από την ιντερφερόνη βήτα-1α στη μείωση της ετήσιας συχνότητας υποτροπών. Η διαφορά που παρατηρήθηκε στην επιβράδυνση της εξέλιξης της αναπηρίας δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Στη μελέτη CARE-MS II, η αλεμτουζουμάμπη ήταν σημαντικά πιο αποτελεσματική από την ιντερφερόνη βήτα-1α στη μείωση της ετήσιας συχνότητας υποτροπών, και η συσσώρευση της αναπηρίας επιβραδύνθηκε σημαντικά σε ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε αλεμτουζουμάμπη αντί της ιντερφερόνης βήτα-1α.
Σχετικά με την αλεμτουζουμάμπη
Η αλεμτουζουμάμπη έχει εγκριθεί σε περισσότερες από 40 χώρες, με πρόσθετες αιτήσεις για άδεια κυκλοφορίας υπό αναθεώρηση. Η αλεμτουζουμάμπη υποστηρίζεται από ένα ολοκληρωμένο και εκτενές πρόγραμμα κλινικής ανάπτυξης στο οποίο συμμετείχαν σχεδόν 1.500 ασθενείς και 5.400 ανθρωποέτη παρακολούθησης. Η αλεμτουζουμάμπη είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που στοχεύει την CD52, η οποία έχει υψηλή έκφραση στην επιφάνεια των Τ και Β κυττάρων. Η δράση της αλεμτουζουμάμπης σε άλλα κύτταρα του ανοσολογικού συστήματος θεωρείται αμελητέα. Η άμεση αντιφλεγμονώδης δράση της αλεμτουζουμάμπης ακολουθείται από ένα διακριτό πρότυπο επαναποικισμού των T και B κυττάρων που συνεχίζεται σε βάθος χρόνου και αποκαθιστά νέα ισορροπία στο ανοσοποιητικό σύστημα με τέτοιο τρόπο που δυνητικά περιορίζει τη δράση της ΠΣ.
Η θεραπεία με αλεμτουζουμάμπη έχει ως αποτέλεσμα την εξάλειψη των T και B κυττάρων της κυκλοφορίας, τα οποία θεωρούνται υπεύθυνα για τη ζημιογόνα φλεγμονώδη διαδικασία στην ΠΣ.
Η Genzyme κατέχει τα παγκόσμια δικαιώματα για το alemtuzumab και έχει την ευθύνη για την ανάπτυξη και την εμπορική κυκλοφορία του στην πολλαπλή σκλήρυνση. Η Bayer Healthcare λαμβάνει σχετιζόμενες οικονομικές απολαβές με βάση τα παγκόσμια έσοδα από τις πωλήσεις.