Η ψυχολογία του κλάματος: Γιατί κλαίμε και ποιες οι συνέπειες;

Σε όλους μας έχει τύχει να κλάψουμε. Μια έντονη συγκινησιακή φόρτιση που προκύπτει από διάφορες καταστάσεις όπως η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, η διάλυση μιας προσφιλούς σχέσης ή ένα άλλο γεγονός που συνοδεύεται από έντονο στρες.

Το κλάμα χαρακτηρίζει κάθε φάση της ζωής των ανθρώπων από τη βρεφική ηλικία έως την ενηλικίωση και σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής μας από το γάμο και τις γεννήσεις έως το θάνατο.

Η δυνατότητα του κλάματος είναι αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης. Όμως πόσο σημαντικό είναι το κλάμα για την ψυχική και σωματική μας υγεία, για την ευεξία μας;

Μετά από το κλάμα πολλοί άνθρωποι συνήθως νιώθουν καλύτερα. Παράλληλα ηρεμούν και βλέπουν τα πράγματα με μια άλλη, καλύτερη προοπτική.

 Το λαϊκό αίσθημα είναι ότι το κλάμα στους ενήλικες προσφέρει ανακούφιση. Μια ανάλυση δημοφιλών εκλαϊκευμένων άρθρων που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία 140 χρόνια, δείχνει ότι το 90% των άρθρων αυτών υποστηρίζουν ότι το κλάμα είναι ωφέλιμο. Μάλιστα προειδοποιούν τους αναγνώστες ότι η καταστολή του κλάματος μπορεί να έχει δηλητηριώδεις επιδράσεις στην ψυχή και στο σώμα.

Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί το κλάμα προσφέρει ανακούφιση; Εκτός από το ωφέλιμο κλάμα υπάρχει και κλάμα με αρνητικές συνέπειες;

Σε μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια για να απαντηθούν τα εν λόγω ερωτήματα, ψυχολόγοι από το πανεπιστήμιο της Φλώριδας μελέτησαν λεπτομερώς 3000 περιστατικά εμπειριών ανθρώπων που κλαίγανε. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα ωφελήματα που προσφέρει το κλάμα εξαρτώνται πλήρως από τι το προκάλεσε, την προσωπικότητα και το συναισθηματικό κόσμο αυτού που κλαίει, το πότε και που συνέβηκε.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που έλαβαν μέρος δήλωσαν ότι αισθάνθηκαν βελτίωση της συναισθηματικής τους κατάστασης μετά από το επεισόδιο κλάματος. Ωστόσο περίπου 33% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι δεν είχαν βελτίωση της διάθεσης τους και 10% δήλωσαν ότι ένιωσαν χειρότερα μετά από το κλάμα.

Η έρευνα έδειξε επίσης ότι τα άτομα που κλαίνε και λαμβάνουν κατά το επεισόδιο του κλάματος στήριξη από άλλους, είχαν περισσότερες πιθανότητες να αισθανθούν καλύτερα μετά από το επεισόδιο του κλάματος.

Η μελέτη των περιστατικών αυτών έγινε σε πραγματικές συνθήκες και όχι σε πειραματικές συνθήκες σε εργαστήρια. Οι εργαστηριακές συνθήκες στη μελέτη του κλάματος έχουν περιορισμούς όσον αφορά στα ευρήματα σε σχέση με τις ψυχολογικές τους επιδράσεις. Τα συναισθήματα αυτών που κλαίνε σε πειραματικό περιβάλλον επηρεάζονται από τις συνθήκες διεξαγωγής των δοκιμασιών.

Η πειραματική μελέτη σε εργαστήρια των επεισοδίων κλάματος μπορεί να μην είναι στο συναισθηματικό τομέα αντιπροσωπευτική της πραγματικής κατάστασης όμως προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για τις σωματικές επιδράσεις του κλάματος. Έχουν για παράδειγμα καταγραφεί επιδράσεις που σχετίζονται με μεγαλύτερη ηρεμία του ατόμου όπως μείωση του ρυθμού αναπνοής. Βιώνουν όμως και δυσάρεστο στρες με διέγερση, αύξηση του ρυθμού της καρδίας και της εφίδρωσης.

Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το ότι τα ηρεμιστικά φαινόμενα συμβαίνουν μετά από τις σωματικές αντιδράσεις του στρες που συνοδεύουν το κλάμα. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι θυμούνται κυρίως τις ανακουφιστικές επιδράσεις του κλάματος αντί τις δυσάρεστες.

Οι έρευνες δείχνουν επίσης ότι τα άτομα με αγχώδεις ή άλλες διαταραχές της ψυχολογικής τους διάθεσης έχουν λιγότερες πιθανότητες να επωφεληθούν από τις ευεργετικές επιδράσεις που παρατηρούνται μετά από το κλάμα. Τα άτομα που παρουσιάζουν αλεξιθυμία αισθάνονται χειρότερα μετά από επεισόδια κλάματος.

Η αλεξιθυμία χαρακτηρίζεται από τη δυσκολία του ατόμου να κατανοήσει τον εσωτερικό συναισθηματικό του κόσμο και να εκφράσει τα συναισθήματα του. Η δυσκολία που έχουν οι άνθρωποι με αλεξιθυμία για να κατανοήσουν τον εσωτερικό τους συναισθηματικό κόσμο, τους εμποδίζει με βάση τις γνωστικές τους δυνατότητες να μετατρέψουν μια θλιβερή εμπειρία σε κάτι θετικό.

Συνοπτικά βλέπουμε ότι το ανθρώπινο κλάμα είναι μια πολύπλοκη υπόθεση.

Υπάρχει ετερογένεια στις επιδράσεις του κλάματος που μπορεί να είναι θετικές ή αρνητικές και σωματικές ή ψυχικές.

Οι επιδράσεις εξαρτώνται από την προσωπικότητα, το συναισθηματικό κόσμο του ατόμου που κλαίει και από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες το κλάμα συμβαίνει.